γαστροτόμος

γαστροτόμος
γαστρο-τόμος, ον,
A opening bellies, for embalming, Man.4.267.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαστροτόμους — γαστροτόμος opening bellies masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • γαστροτόμο — το (Α γαστροτόμος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε εγχειρήσεις τού στομάχου αρχ. αυτός που ανοίγει την κοιλιά τού νεκρού για να τόν ταριχεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + τομος < τέμνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”